“Even though I am prompted by specific obsessions as a creative artist, I don’t constantly create. I am in need of long periods of calm because, to me, artistic creation is a battle. Every once in a while, I need to stand back and take a better look at things; otherwise, I become consumed without cause and without essence. Most of the time, the idea, even before actually forming into an idea, hits me at the exact moment when I least expect it. I have taken great pains to avoid being stunned. So, this is more or less how the whole process is kicked off. Only much later do I reach the stage of materialization, after I have first struggled with the work in my mind. But I always leave it up to the objects themselves to decide on the final details. There’s always a spot for randomness in my works.”
“Time has never bothered Vassilis Vassiliades, neither as an individual nor as an artist. He believes that the linear channel in which it moves, traps our perception and aesthetics in the narrow cell of logic, the eternal enemy of creation. In the age of the moving image, Vassilis does not hesitate to state that he remains committed to statics, probably because it is the only hope to create small cracks into the iron curtain of time. Vassilis Vassiliades wants his art to have a “timeless” feeling. In other words, to be difficult for someone to place them on a timeline. He looks for the aesthetic beyond and above trends of times…”
“Time has never bothered Vassilis Vassiliades, neither as an individual nor as an artist. He believes that the linear channel in which it moves, traps our perception and aesthetics in the narrow cell of logic, the eternal enemy of creation. In the age of the moving image, Vassilis does not hesitate to state that he remains committed to statics, probably because it is the only hope to create small cracks into the iron curtain of time. Vassilis Vassiliades wants his art to have a “timeless” feeling. In other words, to be difficult for someone to place them on a timeline. He looks for the aesthetic beyond and above trends of times…”
Αγαπητοί φίλοι,
για τους διοργανωτές και τους διάφορους αφανείς συντελεστές, το ταξίδι της Μπιενάλε μοιάζει να φτάνει στο τέλος του. Στην ουσία, ωστόσο, το καλλιτεχνικό αυτό γεγονός μόλις τώρα ξεκινά επίσημα την πορεία του στο χάρτη της παγκόσμιας Τέχνης. Τα τελευταία δύο χρόνια ταξιδέψαμε σε αχαρτογράφητα νερά και πήραμε αρκετές δύσκολες αποφάσεις, όμως θέλω να πιστεύω ότι ολοκληρώσαμε το όραμά μας με συνέπεια, με υπευθυνότητα και πάνω απ’ όλα με ειλικρίνεια.
Από τις πρώτες κιόλας συναντήσεις των μελών της οργανωτικής ομάδας διαφάνηκαν οι κοινές πεποιθήσεις μας, οι οποίες, προϊόντος του χρόνου, πήραν το ρόλο του κοινού παρονομαστή στη συνεργασία μας. Με αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκε ένας μικρός αλλά συμπαγής πυρήνας γύρω από τον οποίο άρχισε να τυλίγεται το κουβάρι της πρώτης Μπιενάλε που διοργανώθηκε ποτέ στην Κύπρο. Ως επιμελητής της διοργάνωσης, θεωρώ ότι οφείλω να αναφερθώ σ’ αυτές τις αξίες πάνω στις οποίες καταρχήν στηριχτήκαμε.
Πριν από λίγες μέρες σε μια ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης, μια κοπέλα από την Αμερική έγραψε: “Εργάζομαι σερβιτόρα σε ένα εστιατόριο. Ένα σημείωμα που μου έδωσε στο χέρι μια πελάτισσα χθες βράδυ με έκανε να κλάψω πολύ”. Ακριβώς από κάτω υπήρχε η φωτογραφία μιας συνηθισμένης απόδειξης ταμειακής μηχανής η οποία στο πίσω μέρος της είχε ένα χειρόγραφο μήνυμα που έλεγε τα εξής: “ Με τα ρέστα από τα λεφτά που σου αφήνω θα ήθελα να πληρώσεις το γεύμα του νεαρού που τρώει στο τραπέζι στη γωνιά. Σε παρακαλώ μην του το πεις παρά μόνο όταν θα έχω φύγει. Μην σκεφτείς τίποτα πονηρό. Απλώς μοιάζει πάρα πολύ του γιου μου. Δεν πάει καιρός που τον έχασα και απόψε μου λείπει τόσο πολύ.”
Η ιδέα του ερμητικά κλειστού δοχείου πάντα με εντυπωσίαζε. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι αποκλείει οποιαδήποτε επαφή του περιεχομένου του με το έξω, είναι και το ότι δεν αφήνει καμία δυνατότητα εκτόνωσης της έντασης που οι εσωτερικές συνθήκες δημιουργούν. Το ερμητικά κλειστό δοχείο δεν έχει βαλβίδες ασφαλείας και έτσι το περιεχόμενό του, με το πέρασμα του χρόνου μετουσιώνεται, μεταμορφώνεται σε κάτι “ανώτερο” αντιδρώντας αποκλειστικά με τον ίδιο του τον εαυτό. Έτσι οδηγούμαστε από το ευτελές στο πολύτιμο, από το ακατέργαστο στο περίτεχνο και από την ύλη στο πνεύμα.
Αυτό που βλέπουμε με την πρώτη ματιά είναι το δοχείο των πραγμάτων. Αναγνωρίζουμε έτσι το σκύλο μας, το αυτοκίνητο ενός φίλου στο δρόμο, την αγαπημένη μας μάρκα δημητριακών ανάμεσα σε δεκάδες άλλα στο ράφι της υπεραγοράς ή ένα συγκεκριμένο βιβλίο στη βιβλιοθήκη. Αναζητούμε δοχεία γυρεύοντας κατά βάθος τα περιεχόμενά τους. Ολόκληρη η βιομηχανία της κατανάλωσης βασίζεται στην προώθηση δοχείων που υπόσχονται να μας ανταμείψουν με το περιεχόμενό τους. Κι όσο βρισκόμαστε στον αντίποδα του Μεσαίωνα, όσο δηλαδή η ανανέωση και η πολλαπλότητα μας καθησυχάζουν δημιουργώντας μας τη ψευδαίσθηση της επιλογής, τόσο περισσότερα, δήθεν διαφορετικά δοχεία συναντάμε.
Κρατάει τη κάμερα και γυρίζει μέσα στο σπίτι φωνάζοντας το όνομα του άντρα της τον οποίο τελικά βρίσκει στο ντους. Εκείνος βγάζει απορημένος το κεφάλι από την κουρτίνα του μπάνιου την ώρα που η κοπέλα τον ρωτάει με έντονο ύφος να της εξηγήσει τι ήταν αυτό που έκανε στο ψυγείο. Αυτός χαμογελάει και λέει “τίποτα απλά συγύρισα λίγο!”
«Είμαστε το διάγραμμα των λειτουργιών του κατοικείν στο πατρικό μας σπίτι και όλα τα άλλα σπίτια δεν είναι παρά παραλλαγές πάνω σ’ένα βασικό θέμα.» (Γκαστόν Μπασαελάρ).
Το δοχείο συχνά προστατεύει το περιεχόμενο του. Κατανοεί τις ευαισθησίες του και προσαρμόζει ανάλογα τις ιδιότητές του ώστε να το προφυλάξει από κάθε ανεξέλεγκτη επαφή με το έξω. Το δοχείο προσαρμόζεται, κλείνει ερμητικά, γίνεται αδιάβροχο, άθραυστο, ελαστικό ή συμπαγές ανάλογα με τις ιδιότητες του περιεχομένου του και ανάλογα με τους κινδύνους που αυτό μπορεί να διατρέξει.